Όποιος υποστηρίζει πως η ελληνική Βουλή νομοθετεί στο όνομα της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας δεν έχει παρακολουθήσει συνεδρίασή της έστω και από την τηλεόραση. Η εικόνα όμως των νυσταγμένων βουλευτών που σηκώνουν το χέρι για να ψηφίσουν άρθρα και νόμους που συνήθως αγνο­ούν είναι το λιγότερο.


Υπουργοί, πολιτικές ομάδες και επιχειρηματικοί κύκλοι χρησι­μοποιούν το Κοινοβούλιο για να νομιμοποιήσουν τη διαφθορά. Ακόμη και για να απαλείψουν παρανομίες. Εκτός αν υποθέ­σουμε πως κάποιος τους ξεγελά κάθε φορά με ευκολία.
Κατά καιρούς οι έλληνες εισαγγελικοί λειτουργοί υπο­χρεώνονται να πάψουν σοβαρές διώξεις, επειδή ένας νόμος άλλαξε και έχει παραγραφεί το αδίκημα. Διάφοροι νόμοι περί «αποσυμφόρησης των φυλα­κών» δεν είναι τίποτε άλλο από στοχευμένες προσπάθειες να βγουν από τη φυλακή συγκεκρι­μένα άτομα, συμπαρασύροντας έτσι και άλλους με ίδια αδική­ματα. Ένα χονδρεμπόριο νόμων, μια βιομηχανία εξυπηρετήσεων, αναπτύσσεται με το άλλοθι του νομικού εκσυγχρονισμού.
Είναι χαρακτηριστικό πως τις ημέρες που ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δια­φωνούσαν για τη σύνθεση της κυβέρνησης Παπαδήμου, ψήφισαν από κοινού στη Βουλή μια σειρά από νόμους για να πάψουν διώξεις εναντίον επιχειρημα­τιών, νομιμοποιώντας απλώς τις παρανομίες τους λίγο πριν από τις δίκες.
Δεν πρόκειται για κάποιου είδους ερμηνεία που προκύ­πτει από την πολιτική ματιά του καθενός. Είναι φωτογραφικές διατάξεις, φωτογραφίες της σχέ­σης διαπλοκής μεταξύ πολιτικής και οικονομικών παραγόντων.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος από το 1990 υπήρξε στέλεχος τον ΠΛΣΟΚ και σχεδόν πάντα υπουργός τις περιόδους που αυτό ήταν στην κυβέρνηση. Ως κορυφαίος υπουργός υπήρξε «νομοθέτης» νόμων που αφο­ρούσαν κομβικά θέματα της ελληνικής κοινωνίας. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, γνώστης της νομικής επιστήμης, κατάφερε να απο­δώσει το όνομά του σε αρκετά νομοθετήματα που χαρακτη­ρίστηκαν νόμοι Βενιζέλου. Το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας, οι νόμοι για τα ΜΜΕ, οι νόμοι για τις τράπεζες την εποχή της κρίσης είναι δικές του νομικές κατασκευές.
Επιλέξαμε απλώς να εξετάσουμε κάποιες από αυτές. Όπως θα δείτε, εκεί όπου συναντιούνται τα ερωτήματα της κοινής γνώ­μης ή της δημοσιογραφικής έρευνας για τη σκοπιμότητα πολλών από τους νόμους, υπάρ­χει πάντα η ίδια υπογραφή: Ευάγγελος Βενιζέλος.

Επώνυμοι γλίτωσαν τη φυλακή με αλλαγή 5 λέξεων στον Ποινικό Κώδικα

Τον Ιανουάριο του 1996, ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης μέσα σε διθυραμβικά σχόλια που ούτε λίγο ούτε πολύ θεωρούσαν πως μπήκε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλ­ληλη θέση. Το πέρασμα του «παιδιού θαύματος» της νομικής τέχνης από το υπουργείο Δικαιοσύνης συνοδεύτηκε από ένα νομοθέτημα που εξαγρίωσε τον νομικό κόσμο. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος άλλαξε μόλις μερικές λέξεις, λιγότερες από δέκα, σε δύο άρθρα τον Ποινικού Κώδικα. Χωρίς να υπάρχει λόγος, χωρίς να υπάρχει τέτοιο αίτημα από τη νομική κοινότητα. Ο εισαγγελέας Βασίλης Φλωρίδης αλλά και αρεοπαγί­τες είχαν χαρακτηρίσει την κίνηση αυτή νομικό τερατούργημα.
Τι ήταν όμως αυτό που άλλαξε και γιατί προκάλεσε τέτοια οργή; Στο άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα, που αφορούσε το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης, και στο άρθρο 216, που αφορούσε την πλα­στογραφία, άλλαξε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το αδίκημα αποτελούσε κακούργημα. Πρόσθεσε δηλαδή σε όσα προέβλεπαν, είναι αδίκημα με ποινή κάθειρξης 10 ετών, τη φράση «αν το ποσό της ζημιάς δεν είναι πάνω από 25 εκατομμύρια». Διαφορετικά το αδίκημα θεωρείτο πλημμέλημα.
Την εποχή εκείνη 25 εκατομμύρια δραχμές ήταν η αξία ενός διαμερίσματος. Αν κάποιος με ψευδή βεβαίωση και πλα­στογραφία προκαλούσε ζημιά όσο ένα διαμέρισμα θα ήταν απλό πλημμέλημα. Η αλλαγή τον Ποινικού Κώδικα, διά των λεπτών χειρισμών αλλαγής μερικών λέξεων, δεν είχε καμία βάση, δεν αφο­ρούσε κανένα αίτημα νομικών, δικαστών ή εισαγγελέων. Αντίθετα, αντέδρα­σαν στην αλλαγή αυτή, την οποία ο Βενιζέλος χαρακτήρισε αναγκαία χωρίς να υπάρχει καν η αντίστοιχη εισήγηση από τα αρμόδια όργανα.
Γιατί αυτός ο ακροβατισμός Βενιζέλου, που τον έφερε αντιμέτωπο με τον νομικό κόσμο; Απάντηση δεν έδωσε ποτέ, ούτε του ζητήθηκε βέβαια από τα ΜΜΕ της εποχής, τα οποία δεν φείδο­νταν καθόλου ευνοϊκών χαρακτηρισμών για το πρόσωπό του. Την εποχή όμως εκείνη υπήρχε σε εξέλιξη μια μεγάλη δικαστική υπόθεση στη Θεσσαλονίκη, εκλογική περιφέρεια τον Βενιζέλου. Επρόκειτο για ένα σκάνδαλο με παρά­νομες μετεγγραφές φοιτητών από τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία σε πανεπιστήμια της Μακεδονίας. Εμπλεκόμενοι ήταν βουλευτές, μεγαλο­γιατροί. αξιωματικοί, η κοινωνική ελίτ της Θεσσαλονίκης. Από το 1991 υπήρ­χαν καταγγελίες πως η «επώνυμη» Θεσσαλονίκη, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, κατάφερνε να φέρνει τα παιδιά της στα ελληνικά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις για λόγους υγείας. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είχε κατακλυστεί από παιδιά επωνύμων και εύπορων που φέρονταν να πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας, καρδιοπάθειες, ακόμη και νεοπλασματικές ασθένειες. Παρά τις καταγγελίες, η υπόθεση δεν προχώρησε. Το 1994 όμως σοβαρά στοιχεία έφτασαν στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης. Η Εισαγγελία ζήτησε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τους φακέλους των φοιτητών Ο τότε πρύτανης όμως και μετέπειτα ευρωβουλευτής της ΝΔ, Αντώνης Τρακατέλλης, αρνήθηκε να παραδώσει τους φακέλους. Οι εισαγγε­λείς έκαναν έφοδο στο πανεπιστήμιο και πήραν τους φακέλους. Δύο ανακριτές ασχολήθηκαν με την υπόθεση επί δύο χρόνια. Ασκήθηκαν ποινικές διώξεις ενα­ντίον γιατρών, μεγαλοπαραγόντων της Θεσσαλονίκης, στρατιωτικών οι οποίοι ήταν εμπλεκόμενοι, μπροστά στον κίν­δυνο να παραγραφούν τα αδικήματα. Οι διώξεις ήταν σε βαθμό κακουργήμα­τος και αφορούσαν «πλαστογραφία και ψευδή βεβαίωση». Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν ποινές έως και 10 χρόνων κάθειρξης. Δεν δικάστηκαν ποτέ.
Το 1996, η αλλαγή μερικών λέξεων στον Ποινικό Κώδικα από τον υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Βενιζέλο, που αφορούσε αυτά ακριβώς τα αδική­ματα, μετέτρεψε το κακούργημα σε πλημμέλημα κι έτσι τα αδική­ματα παραγράφηκαν, Η αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης δεν πήγε στη φυλακή, ούτε καν κάθισε στο εδώ­λιο. Και μάλλον λογικά θα λατρεύει τον Ευάγγελο Βενιζέλο.

Νόμος περί μη ευθύνης υπουργών και Σύνταγμα …εφοπλιστών

Το μεγάλο νομικό επίτευγμα του Βενιζέλου είναι το Σύνταγμα της χώρας. Όπως ο ίδιος ανα­φέρει στο βιογραφικό του, «ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν ο εισηγη­τής της εκτεταμένης Αναθεώρησης του ελληνικού Συντάγματος που άρχισε το 1996 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2001». Ο συνταγματολόγος κατ' επανά­ληψη υπουργός φρόντισε στο άρθρο 86 του Συντάγματος (για το οποίο έχει εκδοθεί ο εκτελεστικός νόμος 3126/2003) να θεσμοθετηθεί το ακαταδίωκτο και η πρακτική ατιμωρησία των υπουργών. Ο νόμος μάλιστα έχει τον ειρωνικό για την κοινή λογική τίτλο «Νόμος περί ευθύνης Υπουργών» και σαφώς περιγράφεται πώς οι υπουργοί, αν και ίσοι με τους άλλους πολίτες, δεν τιμωρούνται. Είναι στην πραγματικότητα ένας νόμος περί μη ευθύνης υπουργών.
Με το επιχείρημα πως οι υπουργοί δεν μπορούν να κρίνονται ποινικά από κάποιον εισαγγελέα αλλά από την ίδια τη Βουλή, ο νόμος ορίζει πως η άδεια για το ξεκίνημα διαδικασίας ανάκρισης ή δίω­ξης υπουργού δίνεται από τη Βουλή και μόνο. Η παραγραφή των αδικημάτων των υπουργών δεν ακολουθεί σε χρόνο αυτή των απλών πολιτών και δεν είναι ημερολογιακή. Περιέργως έχει θεσπιστεί χρόνος παραγραφής που σχετίζεται με τις συνόδους της Βουλής. Το αξιόποινο των πράξεων βουλευτών εξαλείφεται μετά από δύο συνόδους της Βουλής. Δηλαδή η παραγραφή μπορεί να επέλθει και σε 1,5 χρόνο αν υπάρξουν εκλογές και νέα Βουλή στο διάστημα αυτό. Το ίδιο αδίκημα για έναν έλληνα πολίτη μπορεί να έχει χρόνο παραγραφής τα 20 χρόνια. Είναι προφα­νώς παγκόσμια και τραγική πρωτοτυπία το ίδιο το Σύνταγμα της ισότητας να ορίζει άνισες συμπεριφορές απέναντι σε έλληνες πολίτες.
Ευνοϊκοί είναι και οι όροι που προβλέ­πονται προκειμένου να ασκηθεί η δίωξη, όπως η ανάγκη απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής. Οποιοσδήποτε άλλος έλληνας πολίτης μπορεί να οδηγηθεί σε δίκη με αποχρώσες ενδείξεις ενοχής. Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών προβλέπει και απόδοση χάριτος.
Η υπόθεση τον Βατοπεδίου είναι από εκείνες που απέδειξαν για ποιο λόγο έγιναν οι ρυθμίσεις Βενιζέλου για τους υπουργούς. Τρεις υπουργοί (Δούκας, Μπασιάκος, Κοντός), για τους οποίους η ανάκριση είχε συγκεντρώσει σαφή στοι­χεία για τη διάπραξη αδικημάτων, δεν οδηγήθηκαν σε δίκη γιατί, με το εσπευσμένο κλείσιμο της Βουλής από την κυβέρνηση Καραμανλή, παραγράφηκαν τα αδικήματά τους. Το επιτηδευμένο κλείσιμο οδήγησε σε παραγραφή και άλλες υποθέσεις.
Ακόμη και στην περίπτωση του Άκη Τσοχατζόπουλου, η δίωξη γίνεται για το αδίκημα που αφορά το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, το οποίο δεν παραγράφεται, και όχι τα υπόλοιπα αδικήματα, όπως της απιστίας ή της παράβασης καθήκοντος, τα οποία έχουν παραγραφεί.
Η ατιμωρησία, ειδικά την περίοδο της κρίσης, δημιουργεί αίσθημα αδικίας και προκαλεί κοινωνικούς κλυδωνισμούς. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, φαίνεται πως είναι θέμα μιας άδικης Δικαιοσύνης, ενώ στην πραγματικότητα τα χέρια της Δικαιοσύνης είναι δεμένα από τις πολιτικές αποφάσεις ενός πολιτι­κού συστήματος που παρανομεί και στη συνέχεια αυτοαμνηστεύεται.
Η χρήση τον Συντάγματος από τον Βενιζέλο προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων γίνεται και στο άρθρο 107. Με αυτό συνδέ­εται ο νόμος 27/1975, ο οποίος προβλέπει 86 φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές. Δηλαδή ο Βενιζέλος κατοχυρώνει συνταγ­ματικά μια άνιση συμπεριφορά, αυτή των φοροαπαλλαγών των εφοπλιστών. Κάθε άλλη φοροαπαλλαγή για οποιαδήποτε ομάδα πολιτών καθορίζεται με νόμο, για τους εφοπλιστές όμως γίνεται διά του Συντάγματος, για να μην μπορεί να αλλά­ξει. Για να φορολογηθούν οι εφοπλιστές χρειάζεται να υπάρξει αναθεωρητική Βουλή του Συντάγματος και να αλλάξει ο νόμος στην επόμενη Βουλή. Για κάθε άλλον Έλληνα η φορολόγηση γίνεται με απλό νόμο.
Σημειώνεται βέβαια πως το επάγγελμα του κύριου Βενιζέλου είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου. Και βασική αρχή του Συντάγματος είναι η ισότητα όλων των Ελλήνων.
 
 
 
Ο Βενιζέλος παίζει μπάλα με τις ΠΑΕ

 
Ανάμεσα στα νομοθετήματα τον Βενιζέλου είναι και ο νόμος περί ρύθμισης χρεών των ΠΑΕ. Ο νόμος δεν απέδωσε καμία Δικαιοσύνη, έκανε όμως τον τότε υπουργό Πολιτισμού ήρωα στις κερκίδες. Οι άρχοντες του ποδοσφαίρου, αφού χρέωσαν τις ΠΑΕ με ψεύτικες τιμολογήσεις, υπερκοστολογήσεις μεταγραφών, ψεύτικα έργα στα γήπεδα, αποχώρησαν ακαταδίωκτοι, αφού το κράτος με τον νόμο 2947/2001 του Βενιζέλου, ανέλαβε να ρυθμίσει τα χρέη των ΠΑΕ. Μερικές δηλαδή ανώνυμες εταιρίες, που έπρεπε να αποδώσουν φόρο, ΦΠΑ και ό,τι άλλο αποδίδει μια επιχείρηση στο κράτος, διασώθηκαν σαν να επρόκειτο για την πολεμική βιομηχανία της χώρας. Στην πραγματικότητα από τα χρέη απαλλάχθηκαν όσοι είχαν καταχραστεί χρήματα και δεν είχαν αποδώσει τις οφειλές στο Δημόσιο. Πάνω από 50.000.000 ευρώ χάθηκαν για το Δημόσιο. Οι «νέες» ομά­δες που προέκυψαν δεν είχαν κανένα λόγο να προχωρήσουν σε διώξεις ενα­ντίον όσων καταχράστηκαν τα λεφτά.

Ο νόμος εμφανίστηκε πως έγινε για να σώσει το ποδόσφαιρο, αλλά έσωσε μερικούς από τους γνωστούς απατεώ­νες και παράγοντες τον ποδοσφαίρου που είχαν αφήσει χρέη στο Δημόσιο. Σε μερικές από τις ομάδες που διασώθηκαν στήθηκαν οι παράγκες των στημένων παιχνιδιών. Καμιά ομάδα δεν χρειάστηκε να πέσει κατηγορία ή να τιμωρηθεί για τη διαχείριση. Ο Βενιζέλος διέσωσε αυτούσιο το σύστημα του ελληνικού ποδοσφαίρου, με όλες τις παράγκες και τους ουρανοξύστες των στημένων. 
 
Οι νόμοι για τους βαρόνους των media
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ο δημιουργός του νόμου για τη ραδιοτηλεόραση. Πρόκειται για τον νόμο 2328/1995, ο οποίος υποτίθεται πως δημιουργήθηκε για να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο, στην πραγματικότητα έκανε τη χάρη στους καναλάρχες να μην βάλει καμία τάξη. Στην Ελλάδα, μια χώρα στην οποία ακόμη και για να λειτουργήσεις περίπτερο απαιτείται άδεια λειτουρ­γίας, οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί διά νόμου Βενιζέλου δεν έχουν άδειες. Έχουν επί 20 χρόνια προσωρινές άδειες. Ο νόμος δεν έθεσε προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κανάλια θα μπορούσαν να πάρουν άδεια λειτουργίας, αλλά φρό­ντισε να αφήσει αδιατάραχτη τη σχέση με τους μεγαλοεκδότες που δεν ήθε­λαν σε καμία περίπτωση να ελεγχθούν προκειμένου να πάρουν άδεια. Έτσι εφευρέθηκε η συμφέρουσα επιλογή της προσωρινής άδειας. Ουσιαστικά πρόκειται για τη νομιμοποίηση ενός συστήματος αλληλοεκβιασμών. Οι εκδότες πιέζουν δημοσιογραφικά για να πάρουν κάθε χρόνο άδεια και οι κυβερνήσεις εκβιάζουν απαιτώντας μαλακές συμπεριφορές προκειμένου να τις δώσουν. 
Αυτό το γελοίο φαινομενικά σύστημα αφρικανικής έμπνευσης διατηρεί ωστόσο υγιές το σύστημα της διαπλοκής. Η αδέσμευτη θεωρητικά δημοσιογραφία αλληλοδιαπλέκεται και καθίσταται δια νόμου εξαρτώμενη από τα κέφια της πολιτικής.
Στον ίδιο νόμο ο Βενιζέλος προβλέ­πει τη διαμεσολάβηση mediashop για την εξασφάλιση διαφημίσεων με αμοιβή (επιβράβευση αποκαλείται στον νόμο) έως 9,9% του τζίρου. Η θεσμοθετημένη λειτουρ­γία των μεσαζόντων στη διαφήμιση εξυπηρέτησε όλα αυτά τα χρόνια τους αεριτζήδες της διαφήμισης και οδήγησε στη χειραγώγηση των ΜΜΕ κυρίως μέσα από το μοίρασμα της κρατικής διαφήμισης.
Την εποχή του ίντερνετ και της ελεύθερης αγοράς, τα κανάλια δεν έχουν άδεια και συνήθως ούτε δημοσιογραφία. Δεν ορίστηκε κανένας τρόπος λειτουργίας σύμ­φωνα με πρότυπα και κανόνες. Απλώς διασφαλίστηκε η λειτουργία των ΜΜΕ σε σχέση με τη δια­πλοκή. Δεν έγινε νόμος λειτουργίας καναλιών, αλλά νόμος της ανάγκης των βαρόνων να είναι όλα χύμα και καθοριζόμενα από τους ίδιους.


Νόμος είναι το δίκιο των τετραγωνικών

 
Όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποκάλεσε το χαράτσι για τα ακίνητα «ασφάλιστρο κινδύ­νου», αναμφίβολα έδινε ένα ρεσιτάλ ευρηματικότητας. Η οποία στη συνέχεια βρήκε και τη νομική της έκφραση, ο συνταγματολόγος Βενιζέλος ξέχασε την αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας και με φαντασία διαμόρφωσε ένα νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο όσοι δεν έχουν πληρώνουν, αλλά όσοι έχουν δεν πληρώνουν. Στόχος και αυτού του νόμου, να ελαφρυνθούν οι κατέχοντες.
Με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, στις 16 Δεκεμβρίου 2012, ως υπουρ­γός Οικονομικών στην κυβέρνηση Παπαδήμου, έδωσε τη δυνατότητα σε επιχειρηματίες και εταιρίες να έχουν έκπτωση στο χαράτσι και μάλιστα με τη λογική όσα περισσότερα έχουν τόσο μεγαλύτερη να είναι η έκπτωση.
Στο άρθρο 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου αναφορικά με το χαράτσι (ΕΕΤΗΔΕ) προβλέπεται: «Για τα ακίνητα τα οποία δεν έχουν οικιακή χρήση και με εμβαδόν δομημένης ηλεκτροδοτούμενης επιφάνειας άνω των χιλίων τετραγωνικών μέτρων, ο συντελεστής προσδιορισμού του τέλους του πίνακα α' υπολογίζεται μειωμένος κατά 30% για τα άνω των χιλίων τετραγωνικών μέτρων και κατά 60% για το άνω των δύο χιλιάδων τετρα­γωνικών μέτρων τμήμα του ακινήτου». Με ποια λογική ή απόδοση Δικαιοσύνης ένας επιχειρηματίας με 200 τετραγωνικά πρέπει να πληρώνει ολόκληρο χαράτσι αλλά ένας με 2.000 οφείλει λιγότερο από το μισό, είναι άγνωστο.
Είναι εύκολο να διαπιστώσει κάποιος τι είδους επιχειρήσεις εξυπηρετεί αυτή η ρύθμιση. Mall, μεγάλα super market, εκδοτικές εγκαταστάσεις, γραφεία πολυεθνικών κλπ.
Η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ δημοσιοποίησε λίστα που περιλαμβάνει κάποιες από τις επιχειρήσεις που ευνοούνται. Οι επιχει­ρήσεις Μπάμπης Βωβός, το REGENCY ΚΑΖΙΝΟ Θεσσαλονίκης, ο ΣΚΑΙ, η εκδοτική ΠΗΓΑΣΟΣ, τα ελαστικά ΜΙΣΕΛΕΝ, τα MaΙl, το Lamda Estate, το Πόρτο Καρράς, το Media Markt, η Αττική Οδός, ο ΔΟΛ, ο επιχειρηματίας Θόδωρος Αγγελόπουλος για το σπίτι του στο Ψυχικό.
Ένας ακόμη νόμος σε καιρό κρίσης ελα­φρώνει αυτούς που έχουν και μπορούν να δώσουν, εξασφαλίζοντας εξυπηρέ­τηση και ασυλία.
 

 

Οι υποβρύχιες χαριστικές διαδρομές με νόμο

 

Όταν το 2005, στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το σκάνδαλο των οπλικών συστημάτων και τον Άκη Τσοχατζόπουλο, έφτασαν οι λογαριασμοί από τις offshore εταιρίες του Άκη, ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε πει το αμίμητο «δεν είναι λογαριασμοί, είναι αριθ­μοί τηλεφώνων». Κάπως έτσι έκλεισε τότε η υπόθεση «Άκης». Ξανάνοιξε όταν δύο δικογραφίες, μία από το Μόναχο που αφορούσε την προμήθεια των υποβρυχίων και μία από τη Μόσχα που αφορούσε τα συστήματα TOR Μ1, έφτασαν στην Ελλάδα με επιβαρυντικά στοιχεία για τον Άκη και την ομάδα του. Από τη δικογραφία του Μονάχου προέκυπτε πως η γερμανική εταιρία HDW κατάφερε να προμηθεύσει την Ελλάδα με τρία υποβρύχια S 214 και τρία S 209, εφαρμόζοντας ένα εκτεταμένο σχέδιο εξαγοράς πολιτικών προσώπων και κρα­τικών υπαλλήλων. Η γερμανική εταιρία, η οποία εμφανίζεται να έχει δώσει μίζες στον Τσοχατζόπουλο, δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τις τιμές των αντιπάλων κατασκευαστικών εταιριών. Έτσι το σχέδιο που εφαρμόστηκε ήταν να χρησιμοποιηθούν οι εργαζόμενοι μέσω μιας ομάδας χρηματισμένων συνδικαλιστών. Οι συνδικαλιστές αυτοί είχαν αναλάβει να δημιουργήσουν ένα κλίμα ανασφάλειας στους εργαζόμενους των Ναυπηγείων, οι οποίοι κινδύνευαν να χάσουν τις δου­λειές τους. Στη συνέχεια η γερμανική εταιρία εμφανίστηκε να ενδιαφέρεται να αγοράσει τα Ναυπηγεία για να σωθούν οι εργαζόμενοι. Ο Τσοχατζόπουλος προέταξε τότε την πρωτοβουλία των Γερμανών ως πολύ σημαντική, γιατί θα εξασφάλιζε θέσεις εργασίας, κι έτσι η κατασκευή των υποβρυχίων δόθηκε στη γερμανική HDW. Το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε τα χρήματα, αλλά δεν παρέλαβε ποτέ υποβρύχια. Αφότου άνοιξε η δικογραφία τον Μονάχου για τα υποβρύ­χια, το ελληνικό ΣΔΟΕ έκανε ελέγχους στα Ναυπηγεία. Διαπιστώθηκε πως τα περισσότερα από τα αντισταθμιστικά οφέλη δεν είχαν υλοποιηθεί από τους Γερμανούς. Η HDW είχε πλήθος φορολο­γικών παραβάσεων, εικονικά τιμολόγια, ακόμη και παραστατικά για θαλάσσιες έρευνες στη Βολιβία, όπου όμως δεν υπάρχει θάλασσα.

 

Οι Γερμανοί έπρεπε επίσης να πληρώ­σουν ρήτρες στην ελληνική πλευρά για τη μη έγκαιρη παράδοση των υποβρυ­χίων. Οι οφειλές των Γερμανών προς το ελληνικό δημόσιο υπολογίζονται από το ΣΔΟΕ σε 1 δις. Και τότε ανέλαβε υπουρ­γός Εθνικής Άμυνας ο Βενιζέλος. Αντί να απαιτήσει ρήτρες, παρέλαβε το υπο­βρύχιο «Παπανικολής», το οποίο είχε προβλήματα πλευστότητας και, παρότι δεν είχαν παραδοθεί άλλα υποβρύχια ενώ προπληρώθηκαν, έδωσε ακόμη 500 εκατομμύρια για την παραγγελία άλλων δύο υποβρυχίων.

 

Η συνέχεια δόθηκε και πάλι με νόμο. Με το επιχείρημα ότι κινδύνευαν οι εργα­ζόμενοι να μείνουν χωρίς δουλειά, με τροπολογία σε άσχετο με το θέμα νόμο, τον 3885/2010, «καθάρισε» τα ναυπηγεία και τους Γερμανούς από κάθε υποχρέ­ωση. Με τον νόμο αυτό το ελληνικό δημόσιο παραιτείται από κάθε απαίτηση ρήτρας και δικαιωμάτων που απορρέ­ουν από τις ζημιογόνες συμβάσεις. Η εταιρία αμνηστεύεται φορολογικά και τα Ναυπηγεία δίνονται στον Ισκαντάρ Σάφα. Η Ελλάδα πλήρωσε προκαταβο­λικά τα υπό κατασκευή υποβρύχια, αλλά οι εργαζόμενοι είναι πάλι στον δρόμο.

 

Η υπόθεση ρύθμισης των χρεών των Γερμανών μοιάζει με την υπόθεση των Πετρελαίων Καβάλας, όπου και πάλι ο Βενιζέλος, πάλι με το επιχείρημα πως μπορεί οι εργαζόμενοι να μείνουν χωρίς δουλειά, πάλι με νόμο, χάρισε στην καναδική εταιρία που αποχωρούσε από την εξόρυξη τον Πρίνου 700 εκατομμύ­ρια δολάρια που έπρεπε να δώσει για αποκατάσταση των εξεδρών άντλησης. Η νέα εταιρία KAVALA OIL που ανέλαβε. άγνωστη έως τότε, προικοδοτήθηκε με 5 εκατομμύρια για να ξεκινήσει νέα άντληση. Τα έξοδα της μελλοντικής αποκατάστασης με νόμο Βενιζέλου θα τα επωμιστεί το ελληνικό κράτος.

 
 
 
 



 
 ...Για να μη γράφουμε για το σκάνδαλο των νόμων

O Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ο εμπνευστής του τυποκτόνου νόμου. Είναι ένας νόμος για να φοβάσαι να γράψεις όσα κάνουν και εξυπηρετούν με τους άλλους νόμους. Προβλέπει πως μπορεί ο οποιοσδήποτε να διεκδικήσει τεράστια ποσά ως αποζημιώσεις στα αστικά δικαστήρια, προβλέποντας μάλιστα κατώτατα όρια. Φαντάζει ως ένας νόμος που προστατεύει τον πολίτη από τον άδικο δημοσιογράφο, αλλά στην πραγματικότητα είναι η θεσμο­θέτηση μιας απειλής γι’ αυτόν που θα βγάλει την αλήθεια.

Ο καθένας έχει δικαίωμα να προσφύγει στα δικαστήρια, και έτσι πρέπει. Μπορεί να κάνει μήνυση και να εξεταστεί η περίπτωση από το δικαστήριο, όπου θα καταθέσουν μάρτυ­ρες, θα εμφανιστούν στοιχεία και θα συνεκτιμηθούν καταστά­σεις. Ο Βενιζέλος θεσμοθετεί την οικονομική απειλή χωρίς να εγγυάται βεβαίως την απόδοση Δικαιοσύνης. Ένα αστικό δικα­στήριο, που πριν από λίγη ώρα μπορεί να εξέταζε μια εργασι­ακή αστική διαφορά, καλείται σε λίγα λεπτά, με εξέταση δύο μόλις μαρτύρων, να αποφανθεί για μια υπόθεση που τα αποδειχτικά της στοιχεία χρειάζονται χρόνο για να εκτεθούν. Ο καθένας, είτε θιγόμενος είτε εμφανιζόμενος ως θιγόμενος, ή ακόμη και αυτός που θέλει να εμφανιστεί αθώος ή να εκδικηθεί, μπορεί να σύρει τον δημοσιογράφο σε αλλεπάλληλα δικαστήρια, στα οποία ακόμη και αν αθωωθεί θα έχει ταλαιπωρη­θεί και σίγουρα θα σκέφτεται το επόμενο βήμα του.
Υπάρχει βέβαια μεγάλη πιθανότητα ο δημοσιογράφος, μέσα στις μικρές δυνατότητες που δίνει η διαδικασία, να καταδικαστεί άδικα από δικαστές που προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ νόμου και δεοντολογίας. Οι αγωγές των υπέρογκων ποσών είναι όπλο στα χέρια των ισχυρών, οι οποίοι με νομικά επιτελεία μπορούν με μεγάλη ευκολία να στήνουν βιο­μηχανίες αγωγών και ομηρίες. Η πιo δίκαιη διαδικασία θα ήταν να έχει το δικαίωμα αγωγής όποιος δικαι­ώνεται στα ποινικά δικαστήρια. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν φαι­νόμενα κάποιος να κερδίζει στο ποινικό δικαστήριο αλλά να χάνει στο αστικό. Και βέβαια αγωγές κάνει μέχρι και ο Άκης Τσοχατζόπουλος μέσα από τη φυλακή χάρη στον παλιό του φίλο Βενιζέλο.
 
http://pitagorasamios.blogspot.gr/2012/12/hot-doc_28.html
 

TPL_JM-MICA_ADDITIONAL_INFORMATION